ιδιόχρωμος

ιδιόχρωμος
-η, -ο
1. αυτός που έχει ιδιαίτερο χρώμα.
2. αυτός που έχει φυσικό χρώμα, ο όχι βαμμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιδιόχρωμος — η, ο (ΑΜ ἰδιόχρωμος, ον) αυτός που έχει δικό του φυσικό χρώμα αρχ. αυτός που διατηρεί ανεξίτηλο το χρώμα του, αυτός που δεν ξεθωριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ἰδιόχρωμα — ἰδιόχρωμος of peculiar colour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιόχροιος — ἰδιόχροιος, ον (Α) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ετερό χροιος, λευκό χροιος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόχρους — ουν και, οος, οον (Α ἰδιόχρους, ουν και ἰδιόχροος, οον) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρους (< χροος < χρως, ο «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρους, ηδύ χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”